- λιμνήσιος
- -α, -ο (Α λιμνήσιος, -ία, -ον)[λίμνη]νεοελλ.αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε λίμνη ή προέρχεται από λίμνη («λιμνήσια ψάρια»)αρχ.1. (το αρσ. ως κύριο όν.) ὁ Λιμνήσιοςονομασία βατράχου στη Βατραχομυομαχία2. (το θηλ. και το ουδ. ως ουσ.) ἡ λιμνησία και τὸ λιμνήσιοντο λεπτό αλάτι που είναι κολλημένο σε καλάμια ή σε ξύλα τα οποία βρίσκονται μέσα στη θάλασσα, η αδάρκη3. το ουδ. ως ουσ. το φυτό κενταύριο.
Dictionary of Greek. 2013.